χρονογραφώ

χρονογραφώ
(ε) αμετ.
1) писать хронику (тж. в газете); вести летопись (ист. ); 2) писать фельетон; 3) физ. хронографировать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χρονογραφώ" в других словарях:

  • χρονογραφώ — χρονογραφῶ, έω, ΝΜ [χρονογράφος] είμαι χρονογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συντάσσω χρονογραφήματα 2. μετρώ με χρονογράφο …   Dictionary of Greek

  • χρονογραφώ — χρονογραφώ, χρονογράφησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρονογραφώ — 1. γράφω χρονογραφήματα. 2. μετρώ με το χρονογράφο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρονογράφῳ — χρονόγραφος chronicler masc dat sg χρονογράφος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»